- αβιογένεση
- ηη αυτόματη γένεση τής ζωής από την ανόργανη ύλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβιογένεση — η (βιολ.), η γένεση των οργανισμών (ζώων, φυτών) από ύλη όχι ζωντανή, ανόργανη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβιογένεση ή αυτόματη γένεση — Παλαιότερη θεωρία που εξηγούσε τη δημιουργία των σύγχρονων οργανισμών από ανόργανη ύλη. Ιδιαίτερα λίγο πριν από την εποχή του Παστέρ,η αυτόματη γένεση των μικροοργανισμών από ανόργανες ύλες ήταν η μοναδική παραδεκτή θεωρία. Από τη στιγμή όμως που … Dictionary of Greek
αβιογενετικός — ή, ό [αβιογένεση] ο σχετικός με την αβιογένεση* … Dictionary of Greek
βιογένεση — Στη βιολογία, θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ζωντανός οργανισμός προέρχεται από άλλον οργανισμό με τον οποίο έχει μεγάλες ομοιότητες (ομοιογένεση). Η αρχή της β., omne vivum ex vivo, δηλαδή κάθε ζωντανό από ζωντανό διατυπώθηκε από τον Όσκαρ… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek
βιογενετική — Το σύνολο των θεωριών που ασχολούνται με τις πηγές της ζωής και την εξέλιξη των οργανισμών. Οι θεωρίες αυτές διακρίνονται σε βιογενετικές και σε αβιογενετικές. Οι πρώτες υποστηρίζουν ότι η ζωή είναι τόσο παλιά όσο και το σύμπαν και επομένως,… … Dictionary of Greek